- ραδιοφάρος
- Επίγειος ραδιοπομπός, του οποίου η γεωγραφική θέση και τα χαρακτηριστικά σήματα που εκπέμπει είναι γνωστά ώστε πλοία ή αεροπλάνα να μπορούν, με τη λήψη των σημάτων αυτών, να καθοδηγηθούν στην περαιτέρω πορεία τους. Ο ρ. είναι ιδιαίτερα χρήσιμος σε περιπτώσεις περιορισμένης ορατότητας, λόγω π.χ. πυκνής ομίχλης, οπότε η ακτή ή το αεροδρόμιο δεν είναι σαφώς ορατά. Οι ρ., που εκπέμπουν σήματα προς όλες τις διευθύνσεις, χρησιμοποιούνται από πλοία και αεροπλάνα που είναι εφοδιασμένα με ραδιογωνιόμετρο· αντίθετα, οι κατευθυντικοί ρ., δηλαδή αυτοί που εκπέμπουν σήματα σε καθορισμένες διευθύνσεις, χρησιμοποιούνται από κάθε πλοίο ή αεροπλάνο, που διαθέτει απλώς ένα ραδιοδέκτη.
Ένα σύστημα ρ. σταθερής κατεύθυνσης, που παρατίθεται ως τυπικό παράδειγμα, χρησιμοποιεί δυο κεραίες σε σχήμα πλαισίου, κάθετες μεταξύ τους, ή δύο ζεύγη κατακόρυφων κεραιών, οι οποίες εκπέμπουν εναλλάξ, με την ίδια συχνότητα και ισχύ, σήματα του αλφαβήτου Μορς (π.χ. A =. - και Ν = - .), κατά τρόπο ώστε τα σήματα που εκπέμπονται από το ένα πλαίσιο ή από το ένα ζεύγος κεραιών να συμπίπτουν με τις παύσεις του άλλου. Τα πολικά διαγράμματα ακτινοβολίας, σχήματος 8, κάθε πλαισίου ή κάθε ζεύγους κεραιών, είναι κάθετα μεταξύ τους και έτσι, αν το πλοίο ή το αεροπλάνο βρίσκεται μέσα στο διάγραμμα ακτινοβολίας του ενός ή του άλλου πλαισίου θα λαμβάνει το αντίστοιχο εκπεμπόμενο γράμμα. Τα δύο όμως αυτά πολικά διαγράμματα παρουσιάζουν τέσσερις τομείς, στους οποίους αυτά συμπίπτουν και συνεπώς μέσα στους τομείς αυτούς θα λαμβάνονται και τα δύο γράμματα, αλλά με διαφορετική ένταση, ανάλογα με τη θέση του σκάφους μέσα στους τομείς αυτούς. Υπάρχουν όμως δυο διευθύνσεις, κατά μήκος των οποίων η ένταση των σημάτων είναι η ίδια και τα σχήματα Α και Ν ακούγονται κατά τη λήψη ως ένα συνεχές σήμα· έτσι ο πιλότος μπορεί να ελέγξει αν βρίσκεται επί σταθερής πορείας (συνεχές σήμα) ή αν έχει παρεκκλίνει από αυτή (γράμματα Α και N.).
Κατευθυντικός ραδιοφάρος, που εκπέμπει συμπληρωματικά σήματα Α και Ν. Το σκάφος, όταν βρίσκεται σε ασφαλή πορεία, παίρνει ένα συνεχές σήμα.
* * *ο, Ν(αεροπορ. -ναυτ.) σταθερός πομπός ραδιοκυμάτων τού οποίου οι κατευθυνόμενες εκπομπές χρησιμοποιούνται από τα ραδιογωνιόμετρα τών πλοίων ή τών αεροσκαφών για τον προσδιορισμό τού στίγματός τους ή για χάραξη τής διεύθυνσης πλεύσης τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. radiophare (< λατ. radius «ακτίνα» + φάρος)].
Dictionary of Greek. 2013.